toss away
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | toss away |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tosses away |
αόριστος | tossed away |
παθητική μετοχή | tossed away |
ενεργητική μετοχή | tossing away |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
toss away (en)
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) πετάω κάτι ως άχρηστο
Πηγές επεξεργασία
- toss away - Cambridge Dictionary online