ενεστώτας toss away
γ΄ ενικό ενεστώτα tosses away
αόριστος tossed away
παθητική μετοχή tossed away
ενεργητική μετοχή tossing away

  Ετυμολογία

επεξεργασία
toss away < → δείτε τις λέξεις toss και away

toss away (en)

  • (μεταβατικό, ανεπίσημο) πετάω κάτι ως άχρηστο
    ⮡  Toss away all these papers!
    Πέτα όλα αυτά τα χαρτιά!
    ⮡  They tossed away all the old furniture and bought new ones.
    Πέταξαν όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασαν καινούρια.
     συνώνυμα: toss out, → και δείτε τη λέξη junk