ενεστώτας toss
γ΄ ενικό ενεστώτα tosses
αόριστος tossed
παθητική μετοχή tossed
ενεργητική μετοχή tossing

toss (en)

  1. (μεταβατικό) πετάω, ρίχνω κάτι απαλά ή απρόσεκτα
    ⮡  I toss a ball to someone.
    Πετώ μια μπάλα σε κάποιον.
    ⮡  The horse tossed its rider.
    Το άλογο πέταξε κάτω τον αναβάτη του.
    ⮡  I tossed him the ball.
    Του έριξα την μπάλα.
    ⮡  He tossed the letter in the box and left.
    Έριξε το γράμμα στο κουτί κι απομακρύνθηκε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη throw
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) πετάω, ρίχνω νόμισμα
    ⮡  I toss up a coin.
    Πετώ/ρίχνω ψηλά ένα νόμισμα.
     συνώνυμα: flip
  3. (μεταβατικό, ανεπίσημο) πετάω κάτι ως άχρηστο
    ⮡  Toss all these papers!
    Πέτα όλα αυτά τα χαρτιά!
    ⮡  They tossed all the old furniture and bought new ones.
    Πέταξαν όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασαν καινούρια.
     συνώνυμα: toss out, toss away, → και δείτε τη λέξη junk