Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
throw throws

throw (en)

  1. η ρίψη (μιας μπάλας, κλπ.)
  2. το ριχτάρι
ενεστώτας throw
γ΄ ενικό ενεστώτα throws
αόριστος threw
παθητική μετοχή thrown
ενεργητική μετοχή throwing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

throw (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) πετάω, ρίχνω κάποιο αντικείμενο με χέρι
    ⮡  I throw the ball to someone.
    Πετώ/Ρίχνω μια μπάλα σε κάποιον.
    ⮡  I throw a rock at somebody.
    Πετώ μια πέτρα σε κάποιον (για να τον χτυπήσω).
    ⮡  I am throwing the discus/javelin/dice.
    Ρίχνω δίσκο/ακόντιο/ζάρια.
    ⮡  Who's throwing now?
    Ποιος ρίχνει τώρα;
     συνώνυμα:  cast, chuck, dash, fling, heave, hurl, pelt, pitch, sling, shoot και toss
  2. (μεταβατικό) πετάω, ρίχνω, βάζω κάτι κάτω γρήγορα κι απρόσεκτα
    ⮡  Why did you throw your clothes on the floor?
    Γιατί πετάξατε τα ρούχα σας στο πάτωμα;
    ⮡  They threw their bags on the ground and left.
    Πέταξαν τις τσάντες τους στο πάτωμα κι έφυγαν.
    ⮡  She threw some clothes into a suitcase.
    Έριξε λίγα ρούχα σε μια βαλίτσα.
    ⮡  He threw the letter in the box and left.
    Έριξε το γράμμα στο κουτί κι απομακρύνθηκε.
  3. (μεταβατικό) πετάω, ρίχνω, κινώ κάποιον ή κάτι ξαφνικά και βίαια
    ⮡  The crash threw all of us out of the bus.
    Το τρακάρισμα μας πέταξε όλους έξω από το λεωφορείο.
    ⮡  The wind threw the boat into the rocks and shattered it.
    Ο άνεμος έριξε τη βάρκα στα βράχια και την τσάκισε.
  4. (μεταβατικό) ρίχνω, κινώ το σώμα μου ή μέρος του γρήγορα ή ξαφνικά
    ⮡  She threw back her head.
    Έριξε πίσω το κεφάλι της.
    ⮡  She threw her arms around his neck.
    Ρίχτηκε στο λαιμό του.
    ⮡  He threw himself to the ground.
    Ρίχτηκε στο έδαφος.
    ⮡  She threw herself into the fight.
    Ρίχτηκε μέσα στον καβγά.
  5. (μεταβατικό) ρίχνω, κατευθύνω κάτι σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  She threw him an angry look.
    Του έριξε μια θυμωμένη ματιά.

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία