throw
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
throw | throws |
throw (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | throw |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | throws |
αόριστος | threw |
παθητική μετοχή | thrown |
ενεργητική μετοχή | throwing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
throw (en)