throw oneself at
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | throw oneself at |
γ΄ ενικό ενεστώτα | throws oneself at |
αόριστος | threw oneself at |
παθητική μετοχή | thrown oneself at |
ενεργητική μετοχή | throwing oneself at |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαthrow oneself at (en)
- (ανεπίσημο) ρίχνομαι, είμαι πολύ ενθουσιώδης στην προσπάθεια να προσελκύσω έναν σεξουαλικό σύντροφο
- ⮡ She threw herself at my husband at Eleni’s party.
- Ρίχτηκε στον άντρα μου στο πάρτι της Ελένης.
- ⮡ She threw herself at me as soon as her husband left the room.
- Μου ρίχτηκε αμέσως μόλις βγήκε ο άντρας της από το δωμάτιο.
- ⮡ She threw herself at my husband at Eleni’s party.
Πηγές
επεξεργασία- throw oneself at - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω