Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας throw oneself at
γ΄ ενικό ενεστώτα throws oneself at
αόριστος threw oneself at
παθητική μετοχή thrown oneself at
ενεργητική μετοχή throwing oneself at

  Ετυμολογία επεξεργασία

throw oneself at < → δείτε τις λέξεις throw, oneself και at

  Ρήμα επεξεργασία

throw oneself at (en)

  • (ανεπίσημο) ρίχνομαι, είμαι πολύ ενθουσιώδης στην προσπάθεια να προσελκύσω έναν σεξουαλικό σύντροφο
    She threw herself at my husband at Eleni’s party.
    Ρίχτηκε στον άντρα μου στο πάρτι της Ελένης.
    She threw herself at me as soon as her husband left the room.
    Μου ρίχτηκε αμέσως μόλις βγήκε ο άντρας της από το δωμάτιο.

  Πηγές επεξεργασία