throw out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | throw out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | throws out |
αόριστος | threw out |
παθητική μετοχή | thrown out |
ενεργητική μετοχή | throwing out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαthrow out (en)
- (μεταβατικό) βγάζω, πετάω κάποιον έξω, διώχνω κάποιον ως ανεπιθύμητο
- (μεταβατικό) ρίχνω, λέω μια ιδέα με τρόπο που υποδηλώνει ότι δεν την έχω σκεφτεί πολύ
- ⮡ I am throwing an idea out there.
- Ρίχνω μια ιδέα.
- ⮡ I am throwing an idea out there.
- (μεταβατικό) πετάω κάτι ως άχρηστο
- ⮡ Throw out all these papers!
- Πέτα όλα αυτά τα χαρτιά!
- ⮡ They threw out all the old furniture and bought new ones.
- Πέταξαν όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασαν καινούρια.
- ≈ συνώνυμα: throw away, → και δείτε τη λέξη junk
- ⮡ Throw out all these papers!
Πηγές
επεξεργασία- throw out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 243-244, 697. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, διώχνω, πετώ