ενεστώτας throw out
γ΄ ενικό ενεστώτα throws out
αόριστος threw out
παθητική μετοχή thrown out
ενεργητική μετοχή throwing out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
throw out < → δείτε τις λέξεις throw και out

throw out (en)

  1. (μεταβατικό) βγάζω, πετάω κάποιον έξω, διώχνω κάποιον ως ανεπιθύμητο
    ⮡  I throw the enemy out of a town.
    Βγάζω τον εχθρό από μια πόλη.
    ⮡  He grabbed him by the collar and threw him out.
    Tον άρπαξε από το γιακά και τον πέταξε έξω.
    ⮡  They threw him out of the tavern.
    Τον έδιωξαν από την ταβέρνα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη kick out
  2. (μεταβατικό) ρίχνω, λέω μια ιδέα με τρόπο που υποδηλώνει ότι δεν την έχω σκεφτεί πολύ
    ⮡  I am throwing an idea out there.
    Ρίχνω μια ιδέα.
  3. (μεταβατικό) πετάω κάτι ως άχρηστο
    ⮡  Throw out all these papers!
    Πέτα όλα αυτά τα χαρτιά!
    ⮡  They threw out all the old furniture and bought new ones.
    Πέταξαν όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασαν καινούρια.
     συνώνυμα: throw away, → και δείτε τη λέξη junk