ενεστώτας kick out
γ΄ ενικό ενεστώτα kicks out
αόριστος kicked out
παθητική μετοχή kicked out
ενεργητική μετοχή kicking out

Ετυμολογία

επεξεργασία
kick out < kick + out

kick out (en)

  • (μεταβατικό, ανεπίσημο) βγάζω, πετάω κάποιον έξω, διώχνω κάποιον ως ανεπιθύμητο και με τρόπο βίαιο
      I am kicking someone out of a room.
    Βγάζω κάποιον έξω από ένα δωμάτιο.
      He grabbed him by the collar and kicked him out.
    Tον άρπαξε από το γιακά και τον πέταξε έξω.
      His father kicked him out of the house.
    Τον πέταξε έξω από το σπίτι ο πατέρας του.
      They kicked him out of the tavern.
    Τον έδιωξαν από την ταβέρνα.
      They kicked us out of the airport because our flight was cancelled.
    Μας έδιωξαν από το αεροδρόμιο, γιατί ματαιώθηκε η πτήση.
     συνώνυμα:  boot out, chase, drive, drive out, eject, evict, expel, force out, get out, shoo, throw out και toss out