ενεστώτας kick out
γ΄ ενικό ενεστώτα kicks out
αόριστος kicked out
παθητική μετοχή kicked out
ενεργητική μετοχή kicking out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
kick out < kick + out

kick out (en)

  • (ανεπίσημο) βγάζω, πετάω κάποιον έξω, διώχνω κάποιον ως ανεπιθύμητο και με τρόπο βίαιο
    I kick someone out of a room.
    Βγάζω κάποιον έξω από ένα δωμάτιο.
    He grabbed him by the collar and kicked him out.
    Tον άρπαξε από το γιακά και τον πέταξε έξω.
    His father kicked him out of the house.
    Τον πέταξε έξω από το σπίτι ο πατέρας του.
    They kicked him out of the tavern.
    Τον έδιωξαν από την ταβέρνα.
     συνώνυμα:  boot out, chase, drive, drive out, eject, evict, expel, force out, shoo, throw out και toss out