kick out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | kick out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | kicks out |
αόριστος | kicked out |
παθητική μετοχή | kicked out |
ενεργητική μετοχή | kicking out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαkick out (en)
- (ανεπίσημο) βγάζω, πετάω κάποιον έξω, διώχνω κάποιον ως ανεπιθύμητο και με τρόπο βίαιο
- ↪ I kick someone out of a room.
- Βγάζω κάποιον έξω από ένα δωμάτιο.
- ↪ He grabbed him by the collar and kicked him out.
- Tον άρπαξε από το γιακά και τον πέταξε έξω.
- ↪ His father kicked him out of the house.
- Τον πέταξε έξω από το σπίτι ο πατέρας του.
- ↪ They kicked him out of the tavern.
- Τον έδιωξαν από την ταβέρνα.
- ≈ συνώνυμα: boot out, chase, drive, drive out, eject, evict, expel, force out, shoo, throw out και toss out
- ↪ I kick someone out of a room.
Πηγές
επεξεργασία- kick out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 243-244, 697. ISBN 9780194325684., λήμμα: διώχνω, πετώ