Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
kick kicks

kick (en)

  • η κλοτσιά, δυνατό χτύπημα με το άκρο του ποδιού
    ⮡  When he insulted me, I responded with a kick.
    Όταν μ' έβρισε, αντέδρασα με μια κλωτσιά.
ενεστώτας kick
γ΄ ενικό ενεστώτα kicks
αόριστος kicked
παθητική μετοχή kicked
ενεργητική μετοχή kicking

kick (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κλοτσάω, χτυπώ δυνατά με το πόδι
    ⮡  He kicked me in the shin.
    Με κλότσησε στο καλάμι.
    ⮡  My horse kicks poorly.
    Το άλογό μου κλοτσάει άσχημα.
  2. (αμετάβατο) κλοτσάω, για πυροβόλα όπλα που τινάζονται προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση
    ⮡  This rifle kicks.
    Αυτό το όπλο κλοτσάει.
     συνώνυμα: recoil