recoil
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | recoil |
γ΄ ενικό ενεστώτα | recoils |
αόριστος | recoiled |
παθητική μετοχή | recoiled |
ενεργητική μετοχή | recoiling |
Ρήμα επεξεργασία
recoil (en)
ενεστώτας | recoil |
γ΄ ενικό ενεστώτα | recoils |
αόριστος | recoiled |
παθητική μετοχή | recoiled |
ενεργητική μετοχή | recoiling |
recoil (en)