Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας boot out
γ΄ ενικό ενεστώτα boots out
αόριστος booted out
παθητική μετοχή booted out
ενεργητική μετοχή booting out

  Ετυμολογία επεξεργασία

boot out < boot + out

  Ρήμα επεξεργασία

boot out (en)

  • (ανεπίσημο) πετάω κάποιον έξω, διώχνω κάποιον ως ανεπιθύμητο
    He grabbed him by the collar and booted him out.
    Tον άρπαξε από το γιακά και τον πέταξε έξω.
    His father booted him out of the house.
    Τον πέταξε έξω από το σπίτι ο πατέρας του.
    They booted him out of the tavern.
    Τον έδιωξαν από την ταβέρνα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη kick out

  Πηγές επεξεργασία