boot
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
boot | boots |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαboot (en)
- (υπόδηση) η μπότα
- (βρετανικό) πορτμπαγκάζ, χώρος αποθήκευσης και μεταφοράς σε ένα ΙΧ αυτοκίνητο
- (πληροφορική) συνώνυμο του bootstrap
Συγγενικά
επεξεργασίαπληροφορική:
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία(πληροφορική)
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Boot (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- booting, φωτογραφίες στα Wikimedia Commons