boot
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
boot | boots |
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
boot (en)
- (υπόδηση) η μπότα
- (βρετανικό) πορτμπαγκάζ, χώρος αποθήκευσης και μεταφοράς σε ένα ΙΧ αυτοκίνητο
- (πληροφορική) συνώνυμο του bootstrap
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία(πληροφορική)