Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

restart < re- + start

  Ουσιαστικό επεξεργασία

restart (en)

  1. επανεκκίνηση
  2. (πληροφορική) επανεκκίνηση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Ο όρος restart χρησιμοποιείται κυρίως στα λειτουργικά συστήματα Microsoft Windows και Linux.
     συνώνυμα: reboot, warm boot, hot boot
     αντώνυμα: cold boot
    υπερώνυμα: boot

  Ρήμα επεξεργασία

restart (en)

  1. εκκινώ εκ νέου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • restart στην αγγλική Βικιπαίδεια