εκκινώ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εκκινώ < αρχαία ελληνική ἐκκινέω / ἐκκινῶ < ἐκ + κινέω / κινῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey-
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
εκκινώ
- (λόγιο) (κυριολεκτικά) άλλη μορφή του ξεκινώ
- (λόγιο) (μεταφορικά) βασίζομαι σε μια λογική παραδοχή και αναπτύσσω τη σκέψη μου
Επεξεργασία
- εκκίνηση
- εκκινητήρας
- εκκινητήριος
- εκκινητής
- επανεκκίνηση
- → δείτε τις λέξεις εκ και κινώ
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκκινώ | εκκινούσα | θα εκκινώ | να εκκινώ | εκκινώντας | |
β' ενικ. | εκκινείς | εκκινούσες | θα εκκινείς | να εκκινείς | (εκκίνει) | |
γ' ενικ. | εκκινεί | εκκινούσε | θα εκκινεί | να εκκινεί | ||
α' πληθ. | εκκινούμε | εκκινούσαμε | θα εκκινούμε | να εκκινούμε | ||
β' πληθ. | εκκινείτε | εκκινούσατε | θα εκκινείτε | να εκκινείτε | εκκινείτε | |
γ' πληθ. | εκκινούν(ε) | εκκινούσαν(ε) | θα εκκινούν(ε) | να εκκινούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκκίνησα | θα εκκινήσω | να εκκινήσω | εκκινήσει | ||
β' ενικ. | εκκίνησες | θα εκκινήσεις | να εκκινήσεις | εκκίνησε | ||
γ' ενικ. | εκκίνησε | θα εκκινήσει | να εκκινήσει | |||
α' πληθ. | εκκινήσαμε | θα εκκινήσουμε | να εκκινήσουμε | |||
β' πληθ. | εκκινήσατε | θα εκκινήσετε | να εκκινήσετε | εκκινήστε | ||
γ' πληθ. | εκκίνησαν εκκινήσαν(ε) |
θα εκκινήσουν(ε) | να εκκινήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκκινήσει | είχα εκκινήσει | θα έχω εκκινήσει | να έχω εκκινήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκκινήσει | είχες εκκινήσει | θα έχεις εκκινήσει | να έχεις εκκινήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκκινήσει | είχε εκκινήσει | θα έχει εκκινήσει | να έχει εκκινήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκκινήσει | είχαμε εκκινήσει | θα έχουμε εκκινήσει | να έχουμε εκκινήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκκινήσει | είχατε εκκινήσει | θα έχετε εκκινήσει | να έχετε εκκινήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκκινήσει | είχαν εκκινήσει | θα έχουν εκκινήσει | να έχουν εκκινήσει |
|
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εκκινώ
|