Δείτε επίσης: ἐκκινῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκκινώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκκινῶ, συνηρημένος τύπος του ἐκκινέω] < ἐκ + κινέω / κινῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ciˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐κι‐νώ
τονικό παρώνυμο: εκείνο

εκκινώ, πρτ.: εκκινοούσα, αόρ.: εκκίνησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (λόγιο, κυριολεκτικά) άλλη μορφή του ξεκινώ
     συνώνυμα: αναχωρώ
     αντώνυμα: σταματώ
  2. (λόγιο, μεταφορικά) βασίζομαι σε μια λογική παραδοχή και αναπτύσσω τη σκέψη μου
  3. (πληροφορική) bootstrap: φορτώνω το λειτουργικό σύστημα από μη πτητική μνήμη (πχ. σκληρός δίσκος, μνήμη φλας, κλπ.) στην κεντρική μνήμη (πχ. RAM) του υπολογιστή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)