bootstrap
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈbuːtˌstɹæp/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bootstrap | bootstraps |
bootstrap (en)
- θηλιά κρεμάσματος μπότας
- (πληροφορική) άνοιγμα προγράμματος με λίγες βασικές εντολές υπό την προϋπόθεση ότι οι υπόλοιπες θα δοθούν από εξωτερική μονάδα (το πρόγραμμα ξεκινά απ' τον σκληρό δίσκο ή την ROM, για να είναι λειτουργικό απαιτεί όμως επιπρόσθετη αλγοριθμική άντληση, χρησιμοποιείται ως πρωταρχική, ελαφριά ή ασφαλής εκκίνηση προγράμματος)
- (πληροφορική) η εκκίνηση ηλεκτρονικού υπολογιστή (ή παρόμοιας ηλεκτρονικής συσκευής)
- ≈ συνώνυμα: (εν συντομία) boot
- (μεταφορικά) δίνω φόρα εκκίνησης
Ρήμα επεξεργασία
bootstrap (en)
- (πληροφορική) εκκινώ ηλεκτρονικό υπολογιστή (ή παρόμοια ηλεκτρονική συσκευή)
- ≈ συνώνυμα: (εν συντομία) boot
Δείτε επίσης επεξεργασία
- bootstrap στην αγγλική Βικιπαίδεια