Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκκινητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εκκινητ
ής
οι
εκκινητ
ές
γενική
του
εκκινητ
ή
των
εκκινητ
ών
αιτιατική
τον
εκκινητ
ή
τους
εκκινητ
ές
κλητική
εκκινητ
ή
εκκινητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκκινητής
<
εκκινώ
+
-τής
((
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
starter
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκκινητής
αρσενικό
(
νεολογισμός
) το
σύστημα
εκκίνησης
ενός
κινητήρα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
εκκινητήρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκκινητής
αγγλικά
:
starter
(en)