Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐκκινέω < ἐκ- + κινέω / κινῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey-

  Ρήμα επεξεργασία

ἐκκῑνέω, ἐκκινῶ

  1. μετακινώ ή προκαλώ τη μετακίνηση κάποιου
  2. (μεταφορικά) προκαλώ
  3. ἐκκινέομαι: (ελληνιστική κοινή) συνταράσσομαι

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία