συνταράσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυνταράσσομαι
- παθητική φωνή του ρήματος συνταράσσω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνταράσσομαι | συνταρασσόμουν(α) | θα συνταράσσομαι | να συνταράσσομαι | συνταρασσόμενος | |
β' ενικ. | συνταράσσεσαι | συνταρασσόσουν(α) | θα συνταράσσεσαι | να συνταράσσεσαι | (συνταράσσου) | |
γ' ενικ. | συνταράσσεται | συνταρασσόταν(ε) | θα συνταράσσεται | να συνταράσσεται | ||
α' πληθ. | συνταρασσόμαστε | συνταρασσόμαστε συνταρασσόμασταν |
θα συνταρασσόμαστε | να συνταρασσόμαστε | ||
β' πληθ. | συνταράσσεστε | συνταρασσόσαστε συνταρασσόσασταν |
θα συνταράσσεστε | να συνταράσσεστε | (συνταράσσεστε) | |
γ' πληθ. | συνταράσσονται | συνταράσσονταν συνταρασσόντουσαν |
θα συνταράσσονται | να συνταράσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνταράχτηκα | θα συνταραχτώ | να συνταραχτώ | συνταραχτεί | ||
β' ενικ. | συνταράχτηκες | θα συνταραχτείς | να συνταραχτείς | συνταράξου | ||
γ' ενικ. | συνταράχτηκε | θα συνταραχτεί | να συνταραχτεί | |||
α' πληθ. | συνταραχτήκαμε | θα συνταραχτούμε | να συνταραχτούμε | |||
β' πληθ. | συνταραχτήκατε | θα συνταραχτείτε | να συνταραχτείτε | συνταραχτείτε | ||
γ' πληθ. | συνταράχτηκαν συνταραχτήκαν(ε) |
θα συνταραχτούν(ε) | να συνταραχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συνταραχτεί | είχα συνταραχτεί | θα έχω συνταραχτεί | να έχω συνταραχτεί | συνταραγμένος | |
β' ενικ. | έχεις συνταραχτεί | είχες συνταραχτεί | θα έχεις συνταραχτεί | να έχεις συνταραχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει συνταραχτεί | είχε συνταραχτεί | θα έχει συνταραχτεί | να έχει συνταραχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συνταραχτεί | είχαμε συνταραχτεί | θα έχουμε συνταραχτεί | να έχουμε συνταραχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε συνταραχτεί | είχατε συνταραχτεί | θα έχετε συνταραχτεί | να έχετε συνταραχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συνταραχτεί | είχαν συνταραχτεί | θα έχουν συνταραχτεί | να έχουν συνταραχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συνταραγμένος - είμαστε, είστε, είναι συνταραγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συνταραγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συνταραγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συνταραγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συνταραγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συνταραγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συνταραγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνταράσσομαι