συνταραγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνταραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνταράζω
Μετοχή επεξεργασία
συνταραγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συνταράζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνταραγμένος
|
συνταραγμένος, -η, -ο
|