trunk
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trunk | trunks |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtrunk (en)
- ο κορμός δέντρου
- ⮡ Bark was stripped from the trunk of the tree.
- Ξεφλουδίστηκε ο κορμός του δέντρου.
- ⮡ Bark was stripped from the trunk of the tree.
- (αμερικανικά αγγλικά) το πορτμπαγκάζ, χώρος αποθήκευσης και μεταφοράς σε ένα ΙΧ αυτοκίνητο
- ⮡ a car’s trunk - το πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου
- ≈ συνώνυμα: boot (βρετανικά αγγλικά)
- η προβοσκίδα ελέφαντα
- ⮡ the elephant’s trunk - η προβοσκίδα του ελέφαντα
- το μπαούλο
- (μόνο πληθυντικός) το ανδρικό μαγιό
- ⮡ Put on your trunks.
- Φόρεσε το μαγιό σου.
- ≈ συνώνυμα: swim trunks και swimming trunks
- ⮡ Put on your trunks.
- (συνήθως ενικός) ο κορμός ανθρώπου
- κύκλωμα επικοινωνίας, κόμβος
- κεντρική οδική αρτηρία (trunk-road), αλλά και βασική γραμμή σε σιδηροδρομικό δίκτυο (trunk-line)ή σε ποτάμι