ενικός         πληθυντικός  
trunk trunks

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

trunk (en)

  1. ο κορμός δέντρου
    ⮡  Bark was stripped from the trunk of the tree.
    Ξεφλουδίστηκε ο κορμός του δέντρου.
  2. (αμερικανικά αγγλικά) το πορτμπαγκάζ, χώρος αποθήκευσης και μεταφοράς σε ένα ΙΧ αυτοκίνητο
    ⮡  a car’s trunk - το πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου
     συνώνυμα: boot (βρετανικά αγγλικά)
  3. η προβοσκίδα ελέφαντα
    ⮡  the elephant’s trunk - η προβοσκίδα του ελέφαντα
  4. το μπαούλο
    ⮡  He took the winter clothes out of the trunk.
    Έβγαλε από το μπαούλο τα χειμερινά ρούχα.
     συνώνυμα: chest
  5. (μόνο πληθυντικός) το ανδρικό μαγιό
    ⮡  Put on your trunks.
    Φόρεσε το μαγιό σου.
     συνώνυμα:  swim trunks και swimming trunks
  6. (συνήθως ενικός) ο κορμός ανθρώπου
    ⮡  The trunk of a statue was found.
    Βρέθηκε ένας κορμός αγάλματος.
     συνώνυμα: torso
  7. κύκλωμα επικοινωνίας, κόμβος
  8. κεντρική οδική αρτηρία (trunk-road), αλλά και βασική γραμμή σε σιδηροδρομικό δίκτυο (trunk-line)ή σε ποτάμι