σιδηροδρομικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιδηροδρομικός < σιδηρόδρομος + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
σιδηροδρομικός, -ή, -ό
- σχετικός με το σιδηρόδρομο
- σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, σιδηροδρομική γραμμή
Παράγωγα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιδηροδρομικός
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιδηροδρομικός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου σιδηροδρομικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιδηροδρομικός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιδηροδρομικός
|