Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιδηροδρομικός σταθμός οι σιδηροδρομικοί σταθμοί
      γενική του σιδηροδρομικού σταθμού των σιδηροδρομικών σταθμών
    αιτιατική τον σιδηροδρομικό σταθμό τους σιδηροδρομικούς σταθμούς
     κλητική σιδηροδρομικέ σταθμέ σιδηροδρομικοί σταθμοί
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιδηροδρομικός σταθμός < → δείτε τις λέξεις σιδηροδρομικός και σταθμός• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.ði.ɾo.ðɾo.miˈkos staˈθmos/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

σιδηροδρομικός σταθμός αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • ΣΣ (συντομογραφία)

  Μεταφράσεις επεξεργασία