Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
railway
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
railway
railways
Ετυμολογία
επεξεργασία
railway
<
rail
+
way
Ουσιαστικό
επεξεργασία
railway
(en)
(
ΗΒ
)
ή
railroad
(
ΗΠΑ
)
(
μέσο μεταφορών
) ο
σιδηρόδρομος
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
rail
η
σιδηροτροχιά
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
rail