ενικός         πληθυντικός  
railway railways

  Ετυμολογία

επεξεργασία
railway < rail + way

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

railway (en) (ΗΒ) ή railroad (ΗΠΑ)

  1. (μέσο μεταφορών) ο σιδηρόδρομος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rail
  2. η σιδηροτροχιά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rail