Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιδηροδρομικώς < σιδηροδρομικός + -ώς. Η λέξη σιδηροδρομικῶς απαντά ήδη από το 1886[1]

  Επίρρημα επεξεργασία

σιδηροδρομικώς

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 904, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου