σιδηροδρομικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σιδηροδρομικώς < σιδηροδρομικός + -ώς. Η λέξη σιδηροδρομικῶς απαντά ήδη από το 1886[1]
Επίρρημα
επεξεργασίασιδηροδρομικώς
- χρησιμοποιώντας τον σιδηρόδρομο, με το τρένο
- ⮡ Θα πάμε στη Θεσσαλονίκη σιδηροδρομικώς.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σιδηροδρομικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σιδηροδρομικώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 904, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου