οδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οδικός < οδός
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οδικός | η | οδική | το | οδικό |
γενική | του | οδικού | της | οδικής | του | οδικού |
αιτιατική | τον | οδικό | την | οδική | το | οδικό |
κλητική | οδικέ | οδική | οδικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οδικοί | οι | οδικές | τα | οδικά |
γενική | των | οδικών | των | οδικών | των | οδικών |
αιτιατική | τους | οδικούς | τις | οδικές | τα | οδικά |
κλητική | οδικοί | οδικές | οδικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
οδικός
- που αφορά τις οδούς, τους δρόμους
- οδικός άξονας
- οδική ασφάλεια
- οδικό δίκτυο
- Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας (→ δείτε τη λέξη ΚΟΚ)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη οδός