Πολωνικά (pl)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

drogowy < droga

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

drogowy (pl)

  • που αφορά τις οδούς, τους δρόμους, οδικός

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία