Ετυμολογία

επεξεργασία
drogowy < droga

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

drogowy (pl)

  • που αφορά τις οδούς, τους δρόμους, οδικός

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία