καθοδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.θo.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θο‐δι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίακαθοδικός
- έχει κατεύθυνση προς τα κάτω
- ⮡ η επίδοσή του στα διαγνωνίσματα παρουσιάζει καθοδική πορεία
- που έχει κατεύνθση προς το κέντρο της πόλης ή προς τη θάλασσα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καθοδικός
|