παραθετικά
θετικός downward
συγκριτικός more downward
υπερθετικός most downward

  Ετυμολογία

επεξεργασία
downward < down + -ward

  Επίθετο

επεξεργασία

downward (en)

  • καθοδικός, έχει κατεύθυνση προς τα κάτω
    ⮡  His performance on the exams show a downward trend.
    Η επίδοσή του στα διαγνωνίσματα παρουσιάζει καθοδική πορεία.
     συνώνυμα: downhill

Συγγενικά

επεξεργασία