downhill
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | downhill |
συγκριτικός | more downhill |
υπερθετικός | most downhill |
downhill (en)
- κατηφορικός, καθοδικός, για έδαφος
- ⮡ a downhill road - κατηφορικός δρόμος
- ⮡ the downhill stream of traffic - το καθοδικό ρεύμα της κυκλοφορίας
- κατηφορικός, καθοδικός, που χειροτερεύει
- ⮡ the downhill course of the economy - κατηφορική η πορεία της οικονομίας
- ⮡ a downhill trend in growth - καθοδική πορεία της ανάπτυξης
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη downward
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | downhill |
συγκριτικός | farther / further / more downhill |
υπερθετικός | farthest / furthest / most downhill |
downhill (en)
- στον κατήφορο, κατηφορικά, κατηφορίζω
- ⮡ I started making my way downhill.
- Άρχισα να κατεβαίνω τον κατήφορο.
- ⮡ The car hurtled downhill out of control.
- Το αυτοκίνητο ακυβέρνητο κατρακύλησε στον κατήφορο.
- ⮡ We climbed to the top and afterwards took the path downhill.
- Ανεβήκαμε στην κορφή κι έπειτα πήραμε το μονοπάτι κατηφορικά.
- ⮡ The road goes downhill steeply.
- Ο δρόμος κατηφορίζει απότομα.
- ⮡ I started making my way downhill.