Ετυμολογία

επεξεργασία
downhill < down- + hill

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός downhill
συγκριτικός more downhill
υπερθετικός most downhill

downhill (en)

  1. κατηφορικός, καθοδικός, για έδαφος
    ⮡  a downhill road - κατηφορικός δρόμος
    ⮡  the downhill stream of traffic - το καθοδικό ρεύμα της κυκλοφορίας
  2. κατηφορικός, καθοδικός, που χειροτερεύει
    ⮡  the downhill course of the economy - κατηφορική η πορεία της οικονομίας
    ⮡  a downhill trend in growth - καθοδική πορεία της ανάπτυξης

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη downward

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός downhill
συγκριτικός farther / further / more downhill
υπερθετικός farthest / furthest / most downhill

downhill (en)

  • στον κατήφορο, κατηφορικά, κατηφορίζω
    ⮡  I started making my way downhill.
    Άρχισα να κατεβαίνω τον κατήφορο.
    ⮡  The car hurtled downhill out of control.
    Το αυτοκίνητο ακυβέρνητο κατρακύλησε στον κατήφορο.
    ⮡  We climbed to the top and afterwards took the path downhill.
    Ανεβήκαμε στην κορφή κι έπειτα πήραμε το μονοπάτι κατηφορικά.
    ⮡  The road goes downhill steeply.
    Ο δρόμος κατηφορίζει απότομα.