further
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfurther (en) (χωρίς παραθετικά)
- περισσότερος, άλλος, περαιτέρω
- ⮡ for further information - για περισσότερες πληροφορίες
- ⮡ without further ado - χωρίς άλλη συζήτηση
- ⮡ Further investigation revealed a flaw in this theory.
- Περαιτέρω έρευνα αποκάλυψε ένα ελάττωμα σε αυτή τη θεωρία.
Επίρρημα
επεξεργασίαfurther (en) (χωρίς παραθετικά)
- (συγκριτικός βαθμός του far) μακρύτερα, πιο, άλλο, ακόμη, σε μεγαλύτερη φυσική ή χρονική απόσταση
- ⮡ Only 5% of married people live further than their paternal homes.
- Μόνο το 5% των παντρεμένων ζουν μακρύτερα από τις πατρικές εστίες.
- ⮡ further down/further forward/further outside - πιο κάτω/πιο μπροστά/πιο έξω
- ⮡ further behind/further up - πιο πίσω/πιο πάνω
- ⮡ I can’t go any further.
- Δεν μπορώ να προχωρήσω άλλο.
- ⮡ The car doesn’t go back any further.
- Δεν πάει άλλο πίσω το αυτοκίνητο.
- ⮡ Don’t go any further, that’s enough.
- Μην προχωρείς άλλο, αρκετά.
- ⮡ Can you walk a little further?
- Μπορείτε να περπατήσετε λίγο ακόμη.
- ⮡ A little further down you will find the answer.
- Λίγο παρακάτω θα βρεις την απάντηση.
- ≈ συνώνυμα: farther
- ⮡ Only 5% of married people live further than their paternal homes.
- περισσότερο, περαιτέρω, σε μεγαλύτερο βαθμό
- ⮡ In order to even further strengthen his position…
- Για να ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο τη θέση του…
- ⮡ Go no further into this matter.
- Μην προχωρείς περαιτέρω στο θέμα!
- ⮡ In order to even further strengthen his position…
- (επίσημο) επιπλέον
- ⮡ I don’t like it; further, it is too expensive.
- Δε μ’αρέσει, επιπλέον είναι πολύ ακριβό.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη additionally
- ⮡ I don’t like it; further, it is too expensive.
Παράγωγα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | further |
γ΄ ενικό ενεστώτα | furthers |
αόριστος | furthered |
παθητική μετοχή | furthered |
ενεργητική μετοχή | furthering |
further (en)
- (μεταβατικό) εξυπηρετώ, προάγω, βοηθώ κάτι να αναπτυχθεί ή να έχει επιτυχία
- ⮡ He’s furthering his interests.
- Εξυπηρετεί τα συμφέροντά του.
- ⮡ They furthered the cause of peace.
- Προήγαγαν την υπόθεση της ειρήνης.
- ⮡ He’s furthering his interests.
Πηγές
επεξεργασία- further (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- further (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- further (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 25. ISBN 9780194325684., λήμμα: ακόμη