μακρύτερα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκριτικός βαθμός του μακριά
Επίρρημα
επεξεργασίαμακρύτερα
- πιο μακριά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμακρύτερα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μακρύτερο