μακρύτερο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μακρύτερο
- αιτιατική ενικού του μακρύτερος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μακρύτερος
- (σκωπτικά) το πέος - απ' τα τρία το μακρύτερο, φάγαμε το μακρύτερο