Ετυμολογία

επεξεργασία
κατηφορίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατηφορίζω / κατωφορίζω < κατήφορος / κατώφορος < αρχαία ελληνική καταφερής < καταφέρω < κατά + φέρω

κατηφορίζω, αόρ.: κατηφόρισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κινούμαι επάνω σε έδαφος που έχει υψομετρικές διαφορές, με κατεύθυνση προς τα κάτω
    ※  Αφήσαμε αριστερά μας τις κορφές του Πάρνωνα και κατηφορίσαμε προς Βουτιάνους. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
  2. (κατ’ επέκταση) κινούμαι από βόρεια προς νότια
    ※  Αιώνας κύλησε μέχρι να έρθει το απόγευμα και, όταν πλέον το τρένο κατηφόρισε προς τον Παγασητικό, τότε σαν να ανάσανε πραγματικά και το δικό μου στόμα. (Κώστας Ακρίβος (1994) Αρρένων και άλλων αποδημητικών)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία