κατηφορίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατηφορίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατηφορίζω / κατωφορίζω < κατήφορος / κατώφορος < αρχαία ελληνική καταφερής < καταφέρω < κατά + φέρω
Ρήμα
επεξεργασίακατηφορίζω, αόρ.: κατηφόρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- κινούμαι επάνω σε έδαφος που έχει υψομετρικές διαφορές, με κατεύθυνση προς τα κάτω
- ※ Αφήσαμε αριστερά μας τις κορφές του Πάρνωνα και κατηφορίσαμε προς Βουτιάνους. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
- (κατ’ επέκταση) κινούμαι από βόρεια προς νότια
- ※ Αιώνας κύλησε μέχρι να έρθει το απόγευμα και, όταν πλέον το τρένο κατηφόρισε προς τον Παγασητικό, τότε σαν να ανάσανε πραγματικά και το δικό μου στόμα. (Κώστας Ακρίβος (1994) Αρρένων και άλλων αποδημητικών)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κατηφόρισμα
- → και δείτε τη λέξη κατήφορος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατηφορίζω | κατηφόριζα | θα κατηφορίζω | να κατηφορίζω | κατηφορίζοντας | |
β' ενικ. | κατηφορίζεις | κατηφόριζες | θα κατηφορίζεις | να κατηφορίζεις | κατηφόριζε | |
γ' ενικ. | κατηφορίζει | κατηφόριζε | θα κατηφορίζει | να κατηφορίζει | ||
α' πληθ. | κατηφορίζουμε | κατηφορίζαμε | θα κατηφορίζουμε | να κατηφορίζουμε | ||
β' πληθ. | κατηφορίζετε | κατηφορίζατε | θα κατηφορίζετε | να κατηφορίζετε | κατηφορίζετε | |
γ' πληθ. | κατηφορίζουν(ε) | κατηφόριζαν κατηφορίζαν(ε) |
θα κατηφορίζουν(ε) | να κατηφορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατηφόρισα | θα κατηφορίσω | να κατηφορίσω | κατηφορίσει | ||
β' ενικ. | κατηφόρισες | θα κατηφορίσεις | να κατηφορίσεις | κατηφόρισε | ||
γ' ενικ. | κατηφόρισε | θα κατηφορίσει | να κατηφορίσει | |||
α' πληθ. | κατηφορίσαμε | θα κατηφορίσουμε | να κατηφορίσουμε | |||
β' πληθ. | κατηφορίσατε | θα κατηφορίσετε | να κατηφορίσετε | κατηφορίστε | ||
γ' πληθ. | κατηφόρισαν κατηφορίσαν(ε) |
θα κατηφορίσουν(ε) | να κατηφορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατηφορίσει | είχα κατηφορίσει | θα έχω κατηφορίσει | να έχω κατηφορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατηφορίσει | είχες κατηφορίσει | θα έχεις κατηφορίσει | να έχεις κατηφορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατηφορίσει | είχε κατηφορίσει | θα έχει κατηφορίσει | να έχει κατηφορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατηφορίσει | είχαμε κατηφορίσει | θα έχουμε κατηφορίσει | να έχουμε κατηφορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατηφορίσει | είχατε κατηφορίσει | θα έχετε κατηφορίσει | να έχετε κατηφορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατηφορίσει | είχαν κατηφορίσει | θα έχουν κατηφορίσει | να έχουν κατηφορίσει |
|