Ετυμολογία

επεξεργασία
ροβολάω < αβέβαιης ετυμολογίας

ροβολάω (και ροβολώ) , πρτ.: ροβολούσα και ροβόλαγα, στ.μέλλ.: θα ροβολήσω, αόρ.: ροβόλησα

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία