ροβολάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ροβολάω < αβέβαιης ετυμολογίας
Ρήμα
επεξεργασίαροβολάω (και ροβολώ) , πρτ.: ροβολούσα και ροβόλαγα, στ.μέλλ.: θα ροβολήσω, αόρ.: ροβόλησα
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ροβολάω