κατώφορος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ κατώφορος | τὸ κατώφορον | οἱ, αἱ κατώφοροι | τὰ κατώφορα |
Γενική | τοῦ, τῆς κατωφόρου | τοῦ κατωφόρου | τῶν κατωφόρων | τῶν κατωφόρων |
Δοτική | τῷ, τῇ κατωφόρῳ | τῷ κατωφόρῳ | τοῖς, ταῖς κατωφόροις | τοῖς κατωφόροις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν κατώφορον | τὸ κατώφορον | τοὺς, τὰς κατωφόρους | τὰ κατώφορα |
Κλητική | κατώφορε | κατώφορον | κατώφοροι | κατώφορα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | κατωφόρω | |||
Γενική-Δοτική | κατωφόροιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακατώφορος
Πηγές
επεξεργασία- κατώφορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.