hill
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hill | hills |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhill (en)
- ο λόφος, το ύψωμα
- ⮡ The valley is surrounded by hills.
- Η κοιλάδα περιτριγυρίζεται από λόφους.
- ⮡ The city was built on the side of the hill.
- Η πόλη ήταν χτισμένη στην πλαγιά του λόφου.
- ⮡ The valley is surrounded by hills.
- η ανηφόρα/ο ανήφορος, η κατηφόρα/ο κατήφορος, δρόμος ή έδαφος με κλίση προς τα πάνω ή τα κάτω
- ⮡ It’s hard to start the car on a hill./It’s hard to start the car going up a hill.
- Είναι δύσκολο να ξεκινήσεις το αυτοκίνητο στην ανηφόρα.
- ⮡ The car hurtled down the hill out of control.
- Το αυτοκίνητο ακυβέρνητο κατρακύλησε στον κατήφορο.
- ⮡ It’s hard to start the car on a hill./It’s hard to start the car going up a hill.