ανήφορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανήφορος < μεσαιωνική ελληνική ανήφορος < (ελληνιστική κοινή) ἀνώφορος < αρχαία ελληνική ἀνωφερής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανήφορος αρσενικό
- έδαφος ή δρόμος με κλίση προς τα πάνω
- (μεταφορικά) δυσκολίες
- (οικονομία) άνοδος (τιμών)