Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανήφορος οι ανήφοροι
      γενική του ανήφορου των ανήφορων
    αιτιατική τον ανήφορο τους ανήφορους
     κλητική ανήφορε ανήφοροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανήφορος < μεσαιωνική ελληνική ανήφορος < (ελληνιστική κοινή) ἀνώφορος < αρχαία ελληνική ἀνωφερής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανήφορος αρσενικό

  1. έδαφος ή δρόμος με κλίση προς τα πάνω
  2. (μεταφορικά) δυσκολίες
  3. (οικονομία) άνοδος (τιμών)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία