ανηφοριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανηφοριά | οι | ανηφοριές |
γενική | της | ανηφοριάς | των | ανηφοριών |
αιτιατική | την | ανηφοριά | τις | ανηφοριές |
κλητική | ανηφοριά | ανηφοριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανηφοριά θηλυκό
- ο ανήφορος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανηφοριά
|