παραθετικά
θετικός hilly
συγκριτικός hillier
υπερθετικός hilliest

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hilly < hill + -y

  Επίθετο

επεξεργασία

hilly (en)

  • λοφώδης, για περιοχή που είναι γεμάτη λόφους
    ⮡  a hilly area - λοφώδης περιοχή