↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λοφώδης η λοφώδης το λοφώδες
      γενική του λοφώδους της λοφώδους του λοφώδους
    αιτιατική τον λοφώδη τη λοφώδη το λοφώδες
     κλητική λοφώδη(ς) λοφώδης λοφώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λοφώδεις οι λοφώδεις τα λοφώδη
      γενική των λοφωδών των λοφωδών των λοφωδών
    αιτιατική τους λοφώδεις τις λοφώδεις τα λοφώδη
     κλητική λοφώδεις λοφώδεις λοφώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λοφώδης < αρχαία ελληνική λοφώδης < λόφος

  Επίθετο

επεξεργασία

λοφώδης, -ης, -ες

  1. που έχει σχήμα λόφου ή μοιάζει μ’ αυτόν
  2. για περιοχή που είναι γεμάτη λόφους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία