furthest
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαfurthest (en) (χωρίς παραθετικά)
- (υπερθετικός βαθμός του far) πολύ, στη μεγαλύτερη απόσταση στο χώρο ή στο χρόνο, χρησιμοποιείται για να σχηματίσει τον υπερθετικό των τοπικών επιρρημάτων
- ⮡ (the) furthest down/furthest forward/furthest outside - πολύ κάτω/πολύ μπροστά/πολύ έξω
- ⮡ furthest behind/furthest up - πολύ πίσω/πολύ πάνω