μαγιό
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μαγιό ουδέτερο άκλιτο (λαϊκοτρόπως δύναται και να κλιθεί όπως η λέξη νερό)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μαγιό
μαγιό ουδέτερο άκλιτο (λαϊκοτρόπως δύναται και να κλιθεί όπως η λέξη νερό)