Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ένα ολόσωμο κόκκινο γυναικείο μαγιό
 
μαγιό ανδρικής ιταλικής ομάδας γουότερ πόλο

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγιό < (άμεσο δάνειο) γαλλική maillot < maille (δίχτυ, θηλιά) < λατινική macula (βρόχος, θηλιά, κηλίδα)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maˈʝo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐γιό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαγιό ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.