ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λουτρίς αἱ λουτρίδες
      γενική τῆς λουτρίδος τῶν λουτρίδων
      δοτική τῇ λουτρίδ ταῖς λουτρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λουτρίδ τὰς λουτρίδᾰς
     κλητική ! λουτρίς* λουτρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λουτρίδε
γεν-δοτ τοῖν  λουτρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λουτρίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. που είναι ιδανική για λουτρό ή κατάλληλη γι’ αυτό
  2. (ενδυμασία) είδος λουτρικού ενδύματος / μαγιό (περίζωμα γύρω από τα γεννητικά όργανα)
  3. ([συνήθως στον πληθυντικό λουτρίδες) γυναίκα που έπλενε το ναό (της Αθηνάς) ή ήταν γενικά υπεύθυνη γι’ αυτόν