λούω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λούω < αρχαία ελληνική λούω
Ρήμα
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
λούω
- λούζω, πλένω
- (μεταφορικά) καθαρίζω, κάνω κάτι καθαρό