Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λούω < αρχαία ελληνική λούω

  Ρήμα επεξεργασία

λούω

  1. παρωχημένη, λόγια μορφή του: λούζω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λούω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lewh₃-. Συγγενές με το λατινικό lavō, το παλαιό αρμενικό լոգանամ (loganam), και το αγγλοσαξωνικό lēaþor ( > αγγλικό lather)

  Ρήμα επεξεργασία

λούω

  1. λούζω, πλένω
  2. (μεταφορικά) καθαρίζω, κάνω κάτι καθαρό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία