Ετυμολογία

επεξεργασία
lavo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lowh₃-, (*lewh₃-) (=πλένω). Συγγενές με το αρχαία ελληνική λούω

lavo (la) (lavō1, lāvī, lavātum (& lautum), lavāre)