λουόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λουόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος λούω· λόγιο διαχρονικό δάνειο από την αρχαία ελληνική λούομαι (λούζομαι), με λανθασμένη μεταβολή σημασίας ως μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική baigneur [1]
Μετοχή
επεξεργασίαλουόμενος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λούζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία λουόμενος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λουόμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας