μπικίνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπικίνι < (άμεσο δάνειο) γαλλική bikini (όνομα μάρκας γαλλικού μαγιό που παρουσιάστηκε το 1946) < αγγλική Bikini (ατόλη του Ειρηνικού) < γερμανική Bikini < Pikinni (λέξη της γλώσσας των Νήσων Μάρσαλ) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /biˈci.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπι‐κί‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπικίνι ουδέτερο άκλιτο (σπανιότερα παρουσιάζεται ως κλιτό: του μπικινιού, τα μπικίνια, των μπικινιών)
- (ενδυμασία) γυναικείο μαγιό που αποτελείται από δύο κομμάτια, ένα για να καλύπτει το στήθος και ένα για να καλύπτει μέρος του υπογάστριου και μέρος των γλουτών
- ⮡ Φόρεσε το μικροσκοπικό ροζ μπικίνι της και ξάπλωσε φαρδιά-πλατιά. (Α. Γραμμέλη, «Για ένα μπικίνι αδειανό», εφημερίδα Το Βήμα (Αθήνα), 3 Μαΐου 2015)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπικίνι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπικίνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας