bikino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bikino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bikino | bikinoj |
αιτιατική | bikinon | bikinojn |
bikino (eo)
- το μπικίνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bikino | bikinoj |
αιτιατική | bikinon | bikinojn |
bikino (eo)