• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ατόλη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατόλη οι ατόλες
      γενική της ατόλης των ατολών
    αιτιατική την ατόλη τις ατόλες
     κλητική ατόλη ατόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
η ατόλη Ατάφου

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ατόλη < (άμεσο δάνειο) αγγλική atoll < ντιβέχι athohu

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ατόλη θηλυκό

  • σύμπλεγμα κοραλλιογενών υφάλων ή νήσων

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • ατόλη στη Βικιπαίδεια  

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ατόλη
  • αγγλικά : atoll (en)
  • ίντο : atolo (io)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ατόλη&oldid=5459348"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 13:31
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 13:31.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie