κοραλλιογενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κοραλλιογενής | η | κοραλλιογενής | το | κοραλλιογενές |
γενική | του | κοραλλιογενούς* | της | κοραλλιογενούς | του | κοραλλιογενούς |
αιτιατική | τον | κοραλλιογενή | την | κοραλλιογενή | το | κοραλλιογενές |
κλητική | κοραλλιογενή(ς) | κοραλλιογενής | κοραλλιογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κοραλλιογενείς | οι | κοραλλιογενείς | τα | κοραλλιογενή |
γενική | των | κοραλλιογενών | των | κοραλλιογενών | των | κοραλλιογενών |
αιτιατική | τους | κοραλλιογενείς | τις | κοραλλιογενείς | τα | κοραλλιογενή |
κλητική | κοραλλιογενείς | κοραλλιογενείς | κοραλλιογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοραλλιογενής < κοράλλι + -ο- + -γενής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική corallien) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.ɾa.li.o.ʝeˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ραλ‐λι‐ο‐γε‐νής
Επίθετο
επεξεργασίακοραλλιογενής
- που έχει σχηματιστεί από αποικίες κοραλλιών και από το ανθρακικό ασβέστιο που παράγουν
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κοραλλιογενής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας