Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλουτός οι γλουτοί
      γενική του γλουτού των γλουτών
    αιτιατική τον γλουτό τους γλουτούς
     κλητική γλουτέ γλουτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλουτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γλουτός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣluˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλου‐τός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλουτός αρσενικό

  • (ανατομία, λόγιο) το καθένα από τα δύο σαρκώδη ημισφαίρια που σχηματίζονται στην πίσω πλευρά του ανθρώπινου σώματος, χαμηλά, μεταξύ της μέσης και των μηρών, η περιοχή αριστερά και δεξιά από τον πρωκτό
    πολλές ενέσεις γίνονται στον γλουτό

Συνώνυμα επεξεργασία

λόγια

καθομιλουμένη:

→ και δείτε τη λέξη κώλος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γλουτός οἱ γλουτοί
      γενική τοῦ γλουτοῦ τῶν γλουτῶν
      δοτική τῷ γλουτ τοῖς γλουτοῖς
    αιτιατική τὸν γλουτόν τοὺς γλουτούς
     κλητική ! γλουτέ γλουτοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γλουτώ
γεν-δοτ τοῖν  γλουτοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλουτός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλουτός, -οῦ αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία