γλουτιαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλουτιαίος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα γλουτιαῖος < αρχαία ελληνική γλουτός
Επίθετο
επεξεργασίαγλουτιαίος, -α, -ο
- ο σχετικός με οστά, μυώνες του γλουτού, ο αναφερόμενος στην περιοχή του γλουτού
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλουτιαίος
Πηγές
επεξεργασία- «γλουτός (& γλουτιαίος)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)